περσοκτονος

περσοκτονος
    περσοκτόνος
    περσο-κτόνος
    2
    убивающий персов
    

(Θεμιστοκλῆς Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "περσοκτονος" в других словарях:

  • περσοκτόνος — ον, Α (για τον Θεμιστοκλή) αυτός που σκότωσε, που εξόντωσε τους Πέρσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πέρσης + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδο κτόνος] …   Dictionary of Greek

  • Περσοκτόνου — Περσοκτόνος Persian slaying masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»